- συνδικαλισμός
- ο1) профсоюзное движение; профсоюзная борьба; 2) синдикализм
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συνδικαλισμός — Κίνηση που αποσκοπεί στην οργάνωση ατόμων του ίδιου επαγγέλματος σε σωματεία, για να διεκδικήσουν με τον τρόπο αυτό τα οικονομικά κυρίως αλλά και τα πολιτικά συμφέροντα της εργατικής τάξης. Βλ. λ. συνδικάτα. * * * ο, Ν 1. κίνηση με την οποία… … Dictionary of Greek
συνδικαλισμός — ο (λ. γαλλ.), οργάνωση των εργαζομένων για διεκδίκηση και προάσπιση των συμφερόντων τους: Ο συνδικαλισμός απαγορεύτηκε από το στρατιωτικό καθεστώς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνδικάτα — Σωματεία των εργαζόμενων που παρέχουν εξαρτημένη εργασία, χειρωνακτική ή διανοητική, σε οποιοδήποτε παραγωγικό τομέα, και έχουν σκοπό την προστασία των οικονομικών και επαγγελματικών συμφερόντων, ατομικών και συλλογικών, των μελών τους. Η δράση… … Dictionary of Greek
αναρχία — Με τον όρο α. ή αναρχισμός εννοείται ένα σύνολο θεωριών, θέσεων, απόψεων, πρακτικών κλπ., που έχουν ως κοινό τους χαρακτηριστικό την πεποίθηση πως κάθε πολιτική εξουσία (κράτος, κυβέρνηση και νόμοι) είναι βλαβερή και περιττή (τόσο για το άτομο… … Dictionary of Greek
συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω … Dictionary of Greek
συνδικαλίζομαι — Ν 1. ανήκω σε συνδικάτο 2. ασχολούμαι με τον συνδικαλισμό, συμμετέχω σε συνδικαλιστικό κίνημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + συνδικαλ ισμός (βλ. λ. συνδικαλισμός)] … Dictionary of Greek
συνδικαλικός — ή, ό, Ν [συνδικαλισμός] συνδικαλιστικός … Dictionary of Greek
συνδικαλιστής — ο, θηλ. συνδικαλίστρια, Ν 1. συνδικαλιστικό στέλεχος, εργαζόμενος που ανήκει σε συνδικάτο 2. οπαδός τής πολιτικής θεωρίας τού συνδικαλισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ.γαλλ. syndicaliste (βλ. λ. συνδικαλισμός, συνδικάτο)] … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
Ζουό, Λιόν — (Léon Jouhaux, 1879 – 1954). Γάλλος συνδικαλιστής ηγέτης. Διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στο γαλλικό και παγκόσμιο συνδικαλιστικό κίνημα, κατά το α’ μισό του 20ού αι. Βιομηχανικός εργάτης, ενδιαφέρθηκε από νεαρή ηλικία για το σοσιαλιστικό εργατικό… … Dictionary of Greek